- μαϊμουδίστικος
- -η, -ο [μαϊμουδίζω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαϊμού ή αυτός που μοιάζει με μαϊμού, πιθηκοειδής, πιθηκόμορφος («μαϊμουδίστικα καμώματα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαϊμουδίστικος — η, ο μαϊμουδίσιος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαϊμουδήσιος — α, ο [μαϊμού] μαϊμουδίστικος … Dictionary of Greek
μαϊμουδίσιος, -ια, -ιο — και μαϊμουδίστικος, η, ο αυτός που σχετίζεται με τη μαϊμού ή μοιάζει με μαϊμού: Έχει μαϊμουδίστικη συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)